δουλεία

δουλεία
δουλ-εία, , [dialect] Ion. [suff] δουλ-ηΐη Anacr.114, Hdt.6.12: also [full] δουλία Pi.P.1.75:—
A slavery, bondage, ll. cc., A.Th.253; δουλείας γάγγαμον, ζυγά, Id.Ag.360(anap.), S.Aj.944(lyr.);

δ. καὶ ὑπηρεσία Ar.V.602

; ἡ τῶν κρεισσόνων δ. imposed by them, Th.1.8;

ἡ ὑπὸ τῶν βαρβάρων δ. Pl.R.469c

; applied to the condition of the subject allies of Athens, Th.5.9.
II collectively, slaves,

δουλεύοντα δουλείαις ἐμαῖς E.Ba.803

; ἢν . . ἡ δ. ἐπανιστῆται if the slave-class rise in rebellion, Th.5.23
;

ἡ Ἡρακλεωτῶν δ. Pl.Lg.776d

;

τὰς . . Εἱλωτείας καὶ Πενεστείας καὶ δουλείας Arist. Pol.1264a36

.
III service for hire,

μισθὸν δουλείας LXX 3 Ki.5.6

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δουλεία — δουλείᾱ , δούλειος slavish fem nom/voc/acc dual δουλείᾱ , δούλειος slavish fem nom/voc sg (attic doric aeolic) δουλείᾱ , δουλεία slavery fem nom/voc/acc dual δουλείᾱ , δουλεία slavery fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουλείᾳ — δουλείᾱͅ , δούλειος slavish fem dat sg (attic doric aeolic) δουλείᾱͅ , δουλεία slavery fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουλεία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο δούλος, δηλαδή ένα πρόσωπο που έχει στερηθεί την ελευθερία του, ο οποίος θεωρείται, από voμική άποψη, ως ατομική ιδιοκτησία και συνεπώς εξαρτάται από τη θέληση και την αυθαιρεσία του κυρίου του. Ιστορικά η δ.… …   Dictionary of Greek

  • δουλειά — η 1. εργασία: Δεν ήρθα να σε δω γιατί είχα δουλειά. 2. επάγγελμα: Βρήκε δουλειά σε τράπεζα. 3. ζημιά, μπελάς: Η ασυνέπειά σου μας άνοιξε δουλειές. 4. φρ., «δουλειές του ποδαριού», προχειροδουλειές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δουλεία — η η κατάσταση του δούλου, η σκλαβιά, η υποτέλεια: Παλιότερα οι νέγροι στην Αμερική ζούσαν κάτω από το ζυγό της δουλείας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δούλεια — δούλειος slavish neut nom/voc/acc pl δούλειος slavish neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουλείας — δουλείᾱς , δούλειος slavish fem acc pl δουλείᾱς , δούλειος slavish fem gen sg (attic doric aeolic) δουλείᾱς , δουλεία slavery fem acc pl δουλείᾱς , δουλεία slavery fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουλείαι — δουλείᾱͅ , δούλειος slavish fem dat sg (attic doric aeolic) δουλείᾱͅ , δουλεία slavery fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουλείαν — δουλείᾱν , δούλειος slavish fem acc sg (attic doric aeolic) δουλείᾱν , δουλεία slavery fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουλειῶν — δουλεία slavery fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουλεῖαι — δουλεία slavery fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”